- λασπολογώ
- συκοφαντώ κάποιον χυδαία, κατασπιλώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + -λογώ (< -λόγος < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λασπολογώ — λασπολόγησα, απευθύνω αστήρικτες κατηγορίες εναντίον κάποιου, συκοφαντώ: Μη λασπολογείς εναντίον μου γιατί θα σου υποβάλλω μήνυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
λασπολογία — η [λασπολογώ] η συκοφάντηση με χυδαίο και ιταμό τρόπο, η κατασπίλωση … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek